- προδιαναπαύω
- Α1. επιτρέπω σε κάποιον να αναπαυθεί για λίγο προηγουμένως2. μέσ. προδιαναπαύομαιαναπαύομαι για λίγο, κάνω διάλειμμα πριν να κάνω κάτι άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαναπαύω «κάνω διάλειμμα αναπαύσεως»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek